- προσβεβοηθηκότες
- προσβοηθέωcome to aidperf part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβοηθώ — έω, ιων. τ. προσβωθέω Α τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.) … Dictionary of Greek